αλασκίτης

αλασκίτης
ο (Πετρογρ.)
γρανιτικό πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία και αλκαλικούς άστριους (ορθόκλαστο και αλβίτη), ενώ περιέχει πολύ λίγα ή καθόλου φεμικά συστατικά. Το χρώμα του μπορεί να είναι ροζ, βαθύ κόκκινο ή λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alaskite < Alaska (πρβλ. Αλάσκα) + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”